- ηλεκτροτεχνίτης
- οηλεκτρολόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλεκτροτεχνίτης — ο τεχνίτης ειδικός στην εκτέλεση ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και στον χειρισμό ή στην επισκευή ηλεκτρικών μηχανών, οργάνων ή εργαλείων, αλλ. ηλεκτρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotechnician < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) +… … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτρολόγος — ο, η 1. επιστήμονας μηχανικός που ασχολείται ειδικά με τις πρακτικές εφαρμογές τού ηλεκτρισμού 2. ηλεκτροτεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αρχαιο λόγος, μηχανο λόγος. Η λ. στον πληθ. ηλεκτρολόγοι μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
Σουάν Γιόζεφ Ουίλσον — (Swan). Άγγλος χημικός και ηλεκτροτεχνίτης (Σάντερλαντ 1828 Ουάρλιγκαμ 1914). Ήταν υπάλληλος σε εργοστάσιο χημικών προϊόντων στο Νιουκάσελ. Ο Σ. πρώτος χρησιμοποίησε το 1862 το «καρμπόν» και το χαρτί φωτογραφίας εμποτισμένο σε βρώμιο. Υπήρξε… … Dictionary of Greek
ηλεκτρολόγος — ο 1. επιστήμονας που ασχολείται με τις πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού: Το όνειρό του ήταν να μπει στη σχολή ηλεκτρολόγων του Πολυτεχνείου. 2. ηλεκτροτεχνίτης: Κάλεσε τον ηλεκτρολόγο για να επισκευάσει το ψυγείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)